αποστατικός

αποστατικός
η , όν
1) мятежный; 2) отступнический, ренегатский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αποστατικός" в других словарях:

  • ἀποστατικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποστατικός — ή, ό (ΑΜ ἀποστατικός, ή, όν) 1. αυτός που ρέπει προς την αποστασία 2. αυτός που έχει τάση για σχηματισμό αποστήματος μσν. φρ. «ἀποστατικός λόγος» ασύνδετος λόγος αρχ. φρ. «ἀποστατικῶς ἔχω» έχω διάθεση ή είμαι έτοιμος για επανάσταση …   Dictionary of Greek

  • ἀποστατικά — ἀποστατικός of neut nom/voc/acc pl ἀποστατικά̱ , ἀποστατικός of fem nom/voc/acc dual ἀποστατικά̱ , ἀποστατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστατικῶν — ἀποστατικός of fem gen pl ἀποστατικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστατικόν — ἀποστατικός of masc acc sg ἀποστατικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστατικαῖς — ἀποστατικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστατικαί — ἀποστατικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστατικοῖς — ἀποστατικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστατικοῦ — ἀποστατικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστατικούς — ἀποστατικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστατικῆς — ἀποστατικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»